γλυκοφιλώ

γλυκοφιλώ
(-έω και -άω)
φιλώ με τρυφερότητα, με αγάπη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γλυκοφιλώ — γλυκοφιλάω / γλυκοφιλώ, γλυκοφίλησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γλυκοφιλώ — γλυκοφίλησα, γλυκοφιλήθηκα, φιλώ με στοργή και τρυφερότητα: Η μητέρα μου με γλυκοφίλησε πριν κοιμηθώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναρρούσα — και ανερρούσα, η 1. η αναδρομή του κύματος προς τα πίσω 2. η ορμητική κάθοδος του κύματος μετά το χτύπημα σε ψηλό βράχο 3. η δίνη, η ρουφήχτρα που σχηματίζουν τα κύματα όταν χτυπούν μεταξύ τους ή σε βράχο 4. αυτός που εξαφανίζεται μέσα στη δίνη… …   Dictionary of Greek

  • γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… …   Dictionary of Greek

  • ευμορφοφιλώ — εὐμορφοφιλώ και ᾿μορφοφιλῶ (Μ) γλυκοφιλώ …   Dictionary of Greek

  • γλυκοφιλάω — / γλυκοφιλώ, γλυκοφίλησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: γλυκοφιλάω : η κλίση κατά το θεωρώ (γλυκοφιλείς κτλ.) δε συνηθίζεται στην κοινή νεοελληνική …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”